- παρατραγικεύομαι
- παρατρᾰγῐκεύομαι,A burlesque tragedy, Sch.Ar.V.1473.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρατραγικεύομαι — Α μιμούμαι κωμικά τους τραγικούς ποιητές, γίνομαι κωμικός, γελοίος, γελοιοποιούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + τραγικός + κατάλ. εύω / ομαι] … Dictionary of Greek
παρατραγικεύεται — παρατραγικεύομαι burlesque tragedy pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)